Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2010

ΚΑΡΔΙΑ Α.Ε.

Σε μια πόλη, πολύ πολύ μακριά απο δω, γνωστή ως Μουχλιασμενούπολη συνέβει κάτι που κανείς δε περίμενε να συμβεί.Θα ρωτησετε βέβαια τι έγινε και γιατί δεν περίμενε κανείς να συμβεί.Εγώ δε θα σας αποκαλύψω ακόμα τι συνέβει, όμως θα σας πω γιατί κανείς δεν το περίμενε!Διότι σε αυτή την πόλη όλα ήταν βαρετά, όλοι έκαναν τα ίδια πράγματα κάθε μέρα, κανείς δε μιλούσε με τον άλλον, κανείς δεν είχε οικογένεια ή παιδιά και κανείς δεν έκανε κάτι διαφορετικό.Γιατί; Δεν ξέρω κι εγώ να σας πω αλλά φαίνεται πως απλά κανείς δεν το είχε σκεφτεί!Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν ήταν ο κύριος Αόρατος.
Ο κ. Αόρατος, λοιπόν, έκανε ότι εκάνε κάθε κάτοικος της Μουχλιασμενούπολης.Ξυπνούσε νωρίς το πρωί, πολύ πριν βγει ο ήλιος, ντυνόταν, έπαιρνε το λεωφορείο και πήγαινε στη δουλειά.Δούλευε στην ΚΑΡΔΙΑ Α.Ε., ένα εργοστάσιο όπου φτιάχνονταν καρδιές εδώ και πολλά πολλά χρόνια.Στο εργοστάσιο αυτό χρωστούσαν την καρδιά τους όλοι οι κάτοικοι αυτής της πόλης και όχι μόνο.
Μια ακόμη τέτοια μέρα είχε ξημερώσει για τον κ.Αόρατο, ο οποίος, όπως κάθε πρωί ξυπνησε, ντύθηκε και τάισε τη γάτα του..
Ναι!δε σας το είπα, είχε και μια γάτα, την Χάρτινη.
Έπειτα, πήρε το λεωφορείο για τη δουλειά.
Η ημέρα ήταν Τρίτη.Μην βιαστείτε να σκεφτείτε ότι αυτή είναι μια άχρηστη πληροφορία γιατί θα κάνετε λάθος!Ο κ.Αόρατος την Πέμπτη θα έπαιρνε άδεια απο τη δουλειά ,όπως του ειχε υποσχεθεί το αφεντικό του, ο κ.Μάστερφουλ.Του έμεναν λοιπόν δύο μέρες μόνο.Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς στην ΚΑΡΔΙΑ Α.Ε. είχε έρθει η ώρα για την πρώτη του άδεια.Την περίμενε πως και πως!
Στο εργοστάσιο τα μηχανήματα είχαν πάρει φωτιά!Οι εργαζόμενοι δούλευαν πολύ γρήγορα και προσεκτικά.Ο κ.Αόρατος έβαζε τις καρδιές στο κουτί τη μία μετά την άλλη.
Κάποια στιγμή έφτασε στα χέρια του μια καρδιά η οποία δεν ήταν τελειωμένη, αλλά μισή. Ο κ.Αόρατος ξαφνιάστηκε! Δεν ήξερε τι να κάνει.Ποτέ, μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο.
Καθώς κοίταζε τη μισή καρδιά στα χέρια του, η πόρτα άνοιξε πίσω του και εμφανίστηκε ο κύριος Μάστερφουλ.
Ήταν θυμωμένος όπως πάντα, το πρόσωπο του ήταν τόσο κόκκινο όσο η γραβάτα που φορούσε.Μόλις είδε τον κ.Αόρατο να κρατάει τη μισή καρδιά κόντεψε να εκραγεί!
Τον πλησίασε και άρχισε να του φωνάζει ασταμάτητα.Ο κ.Αόρατος τρόμαξε τόσο πολύ, που κατάφερε να ακούσει καθαρά μόνο τα τελευταία λόγια του αφεντικού του.
- Απολύεσαι!!
Ο κ.Αόρατος , χωρίς να μπορέσει να πει κάτι, έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι από το εργοστάσιο.Ήταν η πρώτη φορά που δεν πήρε λεωφορείο για να γυρίσει σπίτι, αλλά προτίμησε να πάει με τα πόδια.
Καθώς προχωρούσε είδε ένα ασθενοφόρο στην άκρη του δρόμου, το οποίο εμοιαζε σα να ήταν εκεί για πολύ καιρό.Ο κ.Αόρατος παραξενεύτηκε και πήγε κοντά.Καθώς γυρνούσε γύρω από το ασθενοφόρο, είδε ότι κάποιος ήταν μέσα και κοιμόταν!Ντράπηκε και άρχισε να απομακρύνεται.Τότε άκουσε μια γυναικεία φωνή.
-Περίμενε!
Ήταν η κοπέλα που κοιμόταν στο ασθενοφόρο.
-Πέριμενε, μη φεύγεις.Έιμαι εδώ μόνη μου για πολύ καιρό.Μου πήραν το σπίτι μου και έχω αναγκαστεί να κοιμάμαι σε αυτό το παρατημένο ασθενοφόρο.
Ο κ.Αόρατος ένιωσε άσχημα για την κοπέλα και ήθελε να την βοηθήσει.Αισθανόταν το ίδιο μόνος με αυτήν και έτσι την προσκάλεσε σπίτι του.
Όταν έφτασαν στο σπίτι άρχισαν να μιλάνε και δεν σταμάτησαν για ώρες.Κάποια στιγμή άρχισαν να μιλάνε για τη δουλειά.
-Σήμερα με απέλυσαν απο την ΚΑΡΔΙΑ Α.Ε.,λόγω μιας χαλασμένης καρδιάς που έφτασε στα χέρια μου, είπε ο κ.Αόρατος στενοχωρημένος και έβγαλε τη μισή καρδιά απο την τσέπη του.
Εκείνη τη στιγμή συνέβη κάτι απίστευτο!Η κοπέλα έβγαλε και αυτή από την τσέπη της μια μισή καρδιά και του την έδειξε.Της είχε συμβεί το ίδιο πράγμα πριν πολλά πολλά χρόνια.
Ο κ.Αόρατος όταν είδε την καρδιά χαμογέλασε, πλησίασε την κοπέλα και ένωσε τις δυο καρδιές!
Όπως καταλαβαίνετε κανένας από τους δύο δεν ήταν πια μόνος.Έζησαν μαζί ως τα βαθιά γεράματα και έσπασαν το νόμο της Μουχλιασμενούπολης κάνοντας τη δική τους οικογένεια!
Αυτό που κανείς δεν περίμενε να συμβεί έγινε στα αλήθεια όπως σας υποσχέθηκα.Αυτή η πόλη άλλαξε για πάντα!Χάρισε σε δύο ανθρώπους τη ζωή και την αγάπη.

ΤΕΛΟΣ

ΒΑΣΙΑ ΝΤΟΥΛΙΑ

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Η Πρόκληση Της Ευτυχίας

Βάζω τον εαυτό μου σε ενα παραμύθι και κλείνω τα μάτια
όμως ο θόρυβος του κόσμου, βιάζει την ψυχή μου.
Ξυπνάω και περπατώ δίπλα στον κόσμο που μου έδωσε τη ματαιοδοξία.
Άκουω ανθρώπους να βρίζουν μέσα από τα μάτια τους
και θυμάμαι το πρόσωπό σου, το οποίο ήταν άγνωστο,
μέχρι που μου έδωσε την πρόκληση της ευτυχίας.
Αλλά δεν μπορώ να είμαι χαρούμενη σε ένα δυστυχισμένο κόσμο.
Γι΄αυτό αρνούμαι την πρόκληση.
Η ματαιοδοξία με τραβά πίσω στη ματαιότητα της ψυχής,
η οποία δεν έχει αγαπηθεί ποτέ.
Παράξενα ζώα στις ειδήσεις των οχτώ
σκοτώνουν την τελευταία ελπίδα της αθωότητας.
Με διέταξαν να επαναλάβω: Είμαι ελέυθερη.

ΒΑΣΙΑ ΝΤΟΥΛΙΑ

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Κύριος Παραμύθης

Μια φορά και έναν καιρό στην Παραμυθούπολη ζούσε ο κύριος Παραμύθης.Ήταν το πιο ευαίσθητο πλάσμα που έχετε γνωρίσει.Τη μια μέρα τον έβλεπες να έχει ένα τεράστιο χαμόγελο και την επόμενη δεν σταματούσε να κλαίει...Κάποιες φορές τον έβλεπες να έχει ένα μάλλον λυπημένο χαμόγελο..Όμως όλες οι πλευρές του κύριου Παραμύθη έκρυβαν απέραντη αλήθεια!
Αυτό που έκανε ο κύριος Παραμύθης στη ζωή του ήταν να λέει τις ιστορίες του στους ανθρώπους που γνώριζε και να ακούει τις δικιές τους.¨Ετσι μπρούσε να καταλάβει πολλά πράγματα για αυτούς και να αγγίξει την ψυχή τους.
Μια μέρα καθώς περπατούσε συνάντησε ένα γέρο άνθρωπο..
-Γεια σας! , του λέει, είμαι ο κύριος Παραμύθης!
Ο γέρος τον κοιτά από πάνω μέχρι κάτω και έπειτα του απαντά.
-Μπα, και γιατί σε λένε έτσι?
-Γιατί μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες και τα παραμύθια και ζω με αυτά.Θέλετε να σας πω ένα?
-Δεν έχω ανάγκη εγώ απο ιστορίες..!αρκετά βάσανα έχω, αυτές είναι για παιδιά..!
-Πείτε μου εσείς μια ιστορία τοτε!Εγώ θα είμαι για πάντα παιδί!
-Αα!Εσύ είσαι περίεργος!Βρες κάποιον άλλον να σου πει ιστορίες!
Ο κύριος Παραμύθης άρχισε να κλαίει..Το κλάμα δε σταματούσε και ο γέρος προσπάθησε να επανορθώσει:
-Έλα, θα σου πω μια ιστορία, κάτσε εδώ πλάι μου.
Ο κύριος Παραμύθης χαμογέλασε.
-Κάποτε σε αυτόν τον τόπο υπήρχε μια χαρούμενη οικογένεια.Ήταν ένα αντρόγυνο με πέντε παιδιά.Το ένα από αυτά ήταν ένα μικρο αγόρι και τα υπόλοιπα τέσσερα κορίτσια.Ζούσαν ευτυχισμένοι για πολλά χρόνια ώσπου μια μέρα δέχθηκαν απρόσμενες επισκέψεις στο σπίτι τους.Ήταν μια ομάδα αντρών που φορούσαν όμοιες στολές.Το αγόρι είχε φοβηθεί και κρύφτηκε στο πιο βαθύ σημείο του υπογείου.Οι επόμενες στιγμές πέρασαν πολύ γρήγορα..άκουσε φωνές και βήματα και βούλωσε τα αφτιά του για να προστατευθεί.
Εκείνη τη στιγμή ο γέρος δάκρυσε.Και συνέχισε:
-Όταν το αγόρι σηκώθηκε έλλειπαν όλοι..είχαν εξαφανιστεί..ήταν αμέτρητες οι μέρες που έκλαιγε μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ήταν μόνος..Τον επόμενο καιρό προσπάθησε να επιβιώσει μέχρι που οι μέρες έγιναν μήνες και οι μήνες χρόνια..και το αγόρι μεγάλωσε, έγινε άντρας και τελικά γέρασε μόνος του.
Αυτός που έκλαιγε τώρα ήταν ο γέρος..Ο κύριος Παραμύθης, στεναχωρημένος, του έδωσε μια αγκαλιά.Για πρώτη φορά ο γέρος χαμογέλασε...!
-Είναι αμέτρητα τα χρόνια που πέρασαν από την τελευταία φορά που με αγκάλιασε κάποιος..
Ο κύριος Παραμύθης ένιωθε μια μάλλον χαρούμενη λύπη εκείνη τη στιγμή. Ξαναγκάλιασε το γέρο.Και από τότε είπαν άπειρες ιστορίες και έγιναν οι καλύτεροι φίλοι..είχαν επιτέλους βρει μια συντροφιά.
Ο γέρος είχε καταλάβει ότι τα παραμύθια ήταν ένας μοναδικός τρόπος να καταλάβεις και να ανακαλύψεις την ψυχή του ανθρώπου.

ΤΕΛΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ

Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

Το Παραμύθι Του Γαλάζιου Ελέφαντα

Απο τη Βάσια Ντούλια

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε στο δάσος ένας Γαλάζιος Ελέφαντας..
Οι άνθρωποι όμως έκοψαν τα δέντρα και κατέστρεψαν το δάσος..
Ο γαλάζιος Ελέφαντας δεν είχε πιά τίποτα..και αναγκάστηκε να φύγει φοβισμένος..

Βρέθηκε στην πόλη.Οι άνθρωποι έτρεχαν και ούρλιαζαν φοβισμένοι! Προσπαθούσε να τους εξηγήσει πως κι εκείνος φοβάται όμως εκείνοι δεν τον καταλάβαιναν, δεν μιλούσαν την ίδια γλώσσα..
¨Εψαχνε ένα μέρος να κρυφτεί...αλλά αυτό δεν ήταν κι εύκολο!
¨Ενιωθε ολομόναχος..Ήθελε κάποιος να τον βοηθήσει..

Βρήκε ένα μοναχικό μέρος και σταμάτησε εκεί.Μετά απο λίγο ένας άνθρωπος τον πλησίασε και κάθισε μαζί του.
Οι δυο τους έγιναν φίλοι αχώριστοι..τα χρόνια περνούσαν και ποτέ δεν χωρίστηκαν ώσπου μια μέρα..
Μια μέρα..(πάρα πάρα πολλά χρόνια μετά) ο άνθρωπος έιπε στον γαλάζιο ελέφαντα πως ήταν πολύ γέρος και δεν μπορούσε πια να βγαίνει από το σπίτι και να τον βλέπει..
Ο Γαλάζιος Ελέφαντας έβλεπε λυπημένος όσο ποτέ (!) τον άνθρωπο να απομακρύνεται..αργά αργά..και βλέποντας το ηλιοβασίλεμα σκέφτηκε..
« Κοίτα τον ήλιο που ανατέλλει κι έπειτα δύει..εναλλαγή νύχτας και μέρας..Γιατί όλες οι αλλαγές να μην γίνονται με αυτό τον τρόπο..; Τόσο όμορφα..τόσο έυκολα..»

ΤΕΛΟΣ

Ο Μέδουσας

'Ηταν κάποτε σε ένα μακρινό κόσμο,ένας άνθρωπος που τον ελεγαν Μέδουσα.΄Ηταν όμως πολύ μόνος..Προσπαθούσε να βρεί κάτι που θα τον έκανε χαρούμενο!
Βρέθηκε λοιπόν, στη δωματιούπολη! Η δωματιούπολη ήταν μια πόλη που όλοι οι κάτοικοί της βρίσκονταν μέσα στα άπειρα δωμάτια της .Κανείς
δεν κυκλοφορούσε εξω! Ο Μέδουσας περπατούσε μόνος του στους δρόμους αυτής της παράξενης πόλης..Ώσπου αποφάσισε να αναζητήσει την τύχη του
μέσα σε αυτά τα μονότονα και άσχημα δωμάτια που προσπερνούσε σιγά σιγά και δεν τέλειωναν!Ο Μέδουσας ήλπιζε να βρει κάποιον μεσα σε αυτά ή κάτι που
δεν θα τον έκανε να νιώθει τόσο μόνος και δυστυχισμένος όσο ήταν.
‘Αρχισε να μπαίνει σε κάθε πόρτα που βρισκόταν στο δρόμο του ,όμως πάντα έβγαινε απογοητευμένος! Στην πρώτη, είδε τη λάβα ενός ηφαιστείου να κυλά και στην άκρη της
να ανθίζει ενα λουλούδι!Το λουλούδι όμως χάθηκε και ο Μέδουσας δεν μπορούσε να το θαυμάσει πια.Στην επόμενη πόρτα που μπήκε βρήκε ένα πλάσμα
δεμένο και το βοήθησε να λυθεί. Λύνοντάς το ,εκείνο αντί να τον ευχαριστήσει, τον απείλησε να φύγει αμέσως απο το δωμάτιο αυτό!Ο Μέδουσας βγήκε έξω και
απογοητευμένος προσπάθησε, για ακόμα μια φορά, την τύχη του μπαίνοντας στην επόμενη πόρτα που έβλεπε. Βρήκε μια κοπέλα κοντά στα σκουπίδια, πάρα πολύ όμορφη με τεράστιες πορτοκαλοκόκκινες πλεξούδες, η οποία όμως δεν
είχε το ένα της χέρι!Το χέρι της βρισκόταν εκεί πιο κάτω και η όμορφη κοπέλα προσπαθούσε να το πιάσει και να γιατρευτεί! Ο Μέδουσας τη βοήθησε και εκείνη δεν ήταν αγενής!Του΄πε ευχαριστώ και του χαμογέλασε.Όμως..ξαφνικά το σώμα της άρχισε να χαλάει, όσπου χάθηκε.Ο Μέδουσας λυπημένος ξάπλωσε στο έδαφος και ένιωσε να χάνεται.
Βγήκε από το δωμάτιο και δεν μπήκε σε άλλο.Είχε τρομάξει πάρα πολύ και ένιωθε πως δεν κάνει τίποτα σωστά και κανείς δεν τον αγαπά.Ένιωθε εντελώς μόνος.
Περπατούσε και περπατούσε και περπατούσε μέχρι που είδε μια χαραμάδα.Μπήκε και είδε ένα παλιό μισοχαλασμένο πικ-απ.Το άνοιξε και προς έκπληξή του έπαιζε το αγαπημένο του τραγούδι!Ένα λυπηρό αλλά γλυκό τραγούδι, που τον έκανε να νιώθει ακόμα πιο νοσταλγικά και μοναχικά από οτι ένιωθε ήδη.Έκατσε σε μια γωνιά και άρχισε να κλάιει.Δεν το ήθελε, όμως στα μάτια του άρχισαν να σχηματίζονται μπάλες από δάκρυα τα οποία άρχισαν να ξεπηδάνε χωρίς να μπορεί να τα ελέγξει.
Κάποια στιγμή κατάφερε να σταματήσει και βγήκε έξω.Συνέχισε να περπατάει λυπημένος και μόνος.Ένιωθε λες και τον κοιτούν πολλά μάτια .Ένιωθε σαν να βλέπουν μέσα από την ψυχή του και δεν μπορούσε να τους κρύψει όσα ένιωθε.
Ξαφνικά , ένα κόκκινο λαμπέρο πλασματάκι φάνηκε στο βάθος.Και ο Μέδουσας πήγε προς τα κει.Ήταν μια όμορφη πεταλούδα με πανέμορφα φτερά! Εκείνη φοβήθηκε και πέταξε ψηλά.Μετατράπηκε σε ένα κόκκινο μπαλόνι το οποίο χάθηκε σιγά σιγα στον ουρανό.
Απογοητευμένος για ακόμα μια φορά και πολύ λυπημένος συνέχισε το περπάτημα χωρίς κανένα σκοπό.Μετά απο λίγο είδε μια γιαγιάκα.Ήταν λυπημένη και αυτή όπως κι εκείνος.Πιο μπροστά βρισκόταν το κόκκινο μπαλόνι.Είχει τρυπήσει και είχε πέσει στο έδαφος.Ο Μέδουσας πλησίασε το μπαλόνι και άρχισε να το φτιάχνει..ώστε να πετάξει ξανά..Και τα κατάφερε! Το έδωσε στη γιαγιά , εκείνη του έδωσε μια μεγάλη αγκαλιά και τον ευχαρίστησε πολύ γιαυτό που έκανε! Ο Μέδουσας ένιωσε πολύ όμορφα.Ήθελε να πετάξει απο χαρά! Σταμάτησε να νιώθει λυπημένος και ένιωσε για λίγο χρήσιμος και όχι πια μόνος.Για πρώτη φορά γύρισε από την άλλη μεριά και χαμογέλασε!

ΤΕΛΟΣ

ΒΑΣΙΑ ΝΤΟΥΛΙΑ